Ο σεξουαλικός προσανατολισμός, που αποτελεί ένα από τα συστατικά της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, μπορεί να είναι σταθερός ή να εξελίσσεται στη διάρκεια της ζωής μας. Σαν έννοια, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φύλο των ανθρώπων που μας προκαλεί σεξουαλική έλξη (συνηθισμένοι όροι: στρέιτ, γκέι, λεσβία, μπάι, πανσέξουαλ κ.α.) ή σε ποιο βαθμό/με ποια συχνότητα νιώθουμε έλξη για άλλα άτομα (συνηθισμένοι όροι: ασέξουαλ, ντεμισέξουαλ, γκρι-ασέξουαλ κ.α.). Μαζί με τον ρομαντικό προσανατολισμό, που περιγράφει το ποια άτομα μας έλκουν ρομαντικά, χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την εμπειρία της έλξης ή μη προς άλλους ανθρώπους.
Δεν είναι απαραίτητο να έχουμε κάνει ήδη κάποιες συγκεκριμένες σεξουαλικές πράξεις για να μπορούμε να οικειοποιηθούμε ένα σεξουαλικό προσανατολισμό. Η προϋπόθεση του να έχουμε κάνει σεξ με άτομα συγκεκριμένου φύλου για να θεωρηθεί “πραγματικός” ο σεξουαλικός μας προσανατολισμός είναι ένας μόνο από τους τρόπους που χρησιμοποιούνται για να αορατοποιήσουν τις ποικίλες μορφές της σεξουαλικής έλξης.
Ο σεξουαλικός προσανατολισμός αποτελεί, επίσης, διακριτή έννοια από την ταυτότητα φύλου, η οποία περιγράφει την προσωπική αίσθηση εαυτού ενός ατόμου ως προς τα έμφυλα χαρακτηριστικά του. Με λίγα λόγια, το να γνωρίζουμε την ταυτότητα φύλου ενός ατόμου, δε σημαίνει ότι μπορούμε να κάνουμε εικασίες για το σεξουαλικό του προσανατολισμό, και τούμπαλιν.
Leave a Comment